- ἱππομάνης
- ἱ̱ππομάνης , ἱππομανέωto be a-horsingimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἱππομανέωto be a-horsingimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱππομανής — abounding in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek
ἱππομανῆ — ἱππομανής abounding in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἱππομανής abounding in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἱππομανής abounding in masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομανές — ἱππομανής abounding in masc/fem voc sg ἱππομανής abounding in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομανοῦς — ἱππομανής abounding in masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομανεῖς — ἱππομανέω to be a horsing pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἱππομανής abounding in masc/fem acc pl ἱππομανής abounding in masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
ιππομανώ — ἱππομανῶ, έω (Α) [ιππομανής] 1. (για φοράδες) είμαι εμμανής, κάνω σαν τρελή για ίππο 2. (για πρόσ.) αγαπώ μανιωδώς τους ίππους … Dictionary of Greek
ἱππομανῶν — ἱππομανέω to be a horsing pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἱππομανής abounding in masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)